- φωτοφάνεια
- φωτοφάν-εια [pron. full] [φᾰ], ἡ,A illumination, Anon. ap. Suid.s.v. ἐκπλαγεῖς. -ής, ές, brilliant, Eust.226.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωτοφάνεια — η, ΝΜΑ, και φωτοφάνια Α [φωτοφανής] εμφάνιση φωτός νεοελλ. οπτική ψευδαίσθηση, φωτοψία αρχ. εκκλ. 1. παρουσία Θεού 2. πνευματικός φωτισμός, μετάδοση θείας χάρης … Dictionary of Greek
φωτοφάνεια — η (φυσ.), ενδοπτικό φαινόμενο που προκαλείται όταν πιεστεί ο αμφιβληστροειδής του ματιού, οπότε βλέπουμε φωτεινό ίνδαλμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοφανείας — φωτοφανείᾱς , φωτοφάνεια illumination fem acc pl φωτοφανείᾱς , φωτοφάνεια illumination fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοφανείαις — φωτοφάνεια illumination fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοφάνειαν — φωτοφάνεια illumination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοφάνια — ἡ, Α βλ. φωτοφάνεια … Dictionary of Greek
ԼՈՒՍԵՐԵՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0902 Chronological Sequence: 8c գ. φωτοφανεία illustratio. Լուսաւոր երեւումն կամ յայտնութիւն. լուսաթայլութիւն. լուսաւորութիւն. *Ամենայն հարաշարժ լուսերեւութեանյառաջճանապարհ ʼի մեզբարետրապէս ընթացեալ: ամպոյ տեսակաւ զնախերեւակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φωτοψία — η η φωτοφάνεια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)